Αργεί η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα

Δεν διακρίνονται σημάδια ανάκαμψης στην ελληνική αγορά ακινήτων, καθώς, παρότι τα ακίνητα είναι πολύ υποτιμημένα, το αγοραστικό ενδιαφέρον θα παραμείνει εξαιρετικά χαμηλό και τα επόμενα χρόνια, τονίζει σε ανάλυσή της για τον κλάδο η Alpha Bank. Από την άλλη, κληρονόμοι αποποιούνται την κληρονομιά που τους αφήνουν τα συγγενικά τους πρόσωπα για να αποφύγουν τα έξοδα μεταβίβασης και τον υψηλό ΕΝΦΙΑ ή ακόμη για να μην αποκτήσουν κάποιο περιουσιακό στοιχείο το οποίο έχει πολύ μικρή εμπορική αξία, αλλά και τα χρέη του κληρονομούμενου.

«Η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων. Σε κάθε περίπτωση οι επενδύσεις σε κατοικίες δεν αναμένεται να στηρίξουν σημαντικά την ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα έτη, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε την περίοδο πριν την οικονομική κρίση, καθώς η εγχώρια ζήτηση για αγορά κατοικίας θα παραμείνει υποτονική. Επιπλέον, η όποια ζήτηση για κατοικίες από το εξωτερικό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία», εκτιμούν οι αναλυτές της Alpha Bank.

Το κύριο χαρακτηριστικό του κλάδου των κατασκευών τα τελευταία χρόνια είναι η συνεχιζόμενη συρρίκνωση των επενδύσεων σε κατοικίες και η σταδιακή και αργή ανάκαμψη των υπόλοιπων κατασκευαστικών έργων, ενώ παράλληλα η αγορά ακινήτων παραμένει υποτονική τόσο με βάση το επίπεδο τιμών όσο και τον όγκο των συναλλαγών, αναφέρεται στην ανάλυση

Αποεπένδυση στις Κατασκευές Ακινήτων

Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο κατασκευαστικός κλάδος, και ιδιαίτερα οι επενδύσεις σε κατοικίες, αδυνατούν να ανακάμψουν. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε κατοικίες στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει σωρευτικά κατά 23,6 δισ. ευρώ την περίοδο 2008-2016. Ειδικά το 2016 σημειώθηκε πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 12,6%, ενώ αντιθέτως, οι επενδύσεις σε κατασκευές εξαιρουμένων των κατοικιών ανέκαμψαν ελαφρά παρουσιάζοντας αύξηση 4,8%. Η αξία των επενδύσεων σε κατοικίες υπολείπεται σημαντικά των επενδύσεων για λοιπές κατασκευές, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε πριν το 2012. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες αποτελούσαν το 2016 μόλις το 0,7% του ΑΕΠ (περίπου 1,3 δισ. ευρώ), έναντι 9,9% του ΑΕΠ το 2007 (25 δισ. ευρώ).

Προσδιοριστικοί Παράγοντες Ζήτησης

Σύμφωνα με την ανάλυση, οι παράγοντες που προκάλεσαν τη μείωση στη ζήτηση οικιστικών μονάδων, όπως αναφέρεται στην μελέτη, ήταν κυρίως οι εξής:

Πρώτον, η μεγάλη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο από το 2010 εμφανίζει αρνητικό ρυθμό μεταβολής, ως αποτέλεσμα της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής. Παράλληλα, μειώθηκε η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια, παρά την μείωση του μέσου επιτοκίου στεγαστικών δανείων.

Δεύτερον, η αύξηση της ανεργίας σε υψηλό επίπεδο σε συνδυασμό με την αύξηση των φορολογικών βαρών συμπίεσε περαιτέρω τα εισοδήματα των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα το ποσοστό αποταμίευσης στο διαθέσιμο εισόδημα να παρουσιάσει έντονα πτωτικό ρυθμό -άνω του 10%- από το 2012 και εντεύθεν.

Τρίτον, η υπέρμετρη φορολόγηση ειδικά της ακίνητης περιουσίας, σε συνδυασμό με την αστάθεια του φορολογικού πλαισίου, επέδρασε επίσης καταλυτικά στην καθίζηση της αγοράς. Οι επαναλαμβανόμενοι φόροι στην ακίνητη περιουσία ως ποσοστό στο ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι οι τρίτοι υψηλότεροι στην Ευρώπη μετά τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η σχετικά χαμηλή φορολογία στην ακίνητη περιουσία πριν το 2010 συνέβαλε μεταπολεμικά στην διαμόρφωση ενός παραδοσιακά υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην χώρα, καθώς το ακίνητο θεωρούνταν μέσο αποθεματοποίησης του πλούτου σε περιβάλλον υψηλότερου πληθωρισμού. Το ποσοστό αυτό βαίνει μειούμενο μετά το 2010, αν και διατηρείται ακόμη υψηλότερα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Η αδύναμη προοπτική της αγοράς ακινήτων επιβεβαιώνεται από την πτωτική πορεία και το εν γένει χαμηλό επίπεδο του δείκτη προσδοκιών των καταναλωτών για την αγορά ή την κατασκευή κατοικίας για τους επόμενους δώδεκα μήνες, που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Συγκεκριμένα, αν και τα τελευταία δύο έτη φαίνεται ότι ο δείκτης έχει σταθεροποιηθεί περί τις -95 μονάδες, το πρώτο τρίμηνο του 2017 επιδεινώθηκε στις -96 μονάδες και διαμορφώθηκε κάτω από τον μακροχρόνιο μέσο όρο (-90 μον.).

Επιπλέον, αν και ο δείκτης τιμών κατοικιών παρουσιάζει τάση σταθεροποίησης ανάμεσα στις 60- 59 μονάδες τα τελευταία έξι τρίμηνα, η εγχώρια ζήτηση για κατοικίες αναμένεται να είναι υποτονική δεδομένου ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών δεν προβλέπεται να παρουσιάσει σημαντική άνοδο τα επόμενα έτη, η ανεργία θα παραμείνει σε διψήφιο ποσοστό έως το 2030 (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και το ύψος της φορολογίας στα ακίνητα φαίνεται ότι αποκτά μόνιμο χαρακτήρα.

Δεδομένου λοιπόν ότι η εγχώρια ζήτηση για κατοικίες δεν αναμένεται να ανακάμψει άμεσα, αξίζει να διερευνηθεί η ενδεχόμενη ζήτηση για κατοικίες στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Σε όρους αξιών, οι κατοικίες στη χώρα μας είναι ελκυστικές σε σχέση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά υψηλότερες σε σύγκριση με χώρες των Βαλκανίων. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Global Property Guide, οι αποδόσεις ενοικίων (rental yields) παραμένουν σε μέτριο επίπεδο, και χαμηλότερο σε σχέση με γείτονες χώρες όπως η Τουρκία, η Βουλγαρία και η Κύπρος.

Όπως αναφέρεται στην μελέτη, η Ελλάδα, προκειμένου να προσελκύσει ξένους επενδυτές, προσφέρει άδεια παραμονής (αρχικά για πέντε έτη με δυνατότητα ανανέωσης) σε μη-Ευρωπαίους πολίτες που αγοράζουν κατοικία αξίας άνω των 250 χιλιάδων ευρώ. Παρόμοια πολιτική έχει υιοθετήσει η Ουγγαρία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Επιπλέον, ο φόρος μεταβίβασης των ακινήτων μειώθηκε από 10% στο 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Τα παραπάνω κίνητρα εν μέρει αναθέρμαναν το επενδυτικό ενδιαφέρον για κατοικίες το 2016, καθώς η αξία των κατοικιών που πωλήθηκαν σε ξένους επενδυτές αυξήθηκε στα 250 εκατ. ευρώ , από 186 εκατ. ευρώ το 2015.

Σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω αύξηση της ζήτησης κατοικιών στην Ελλάδα από το εξωτερικό θα διαδραματίσει η μείωση της αβεβαιότητας στην χώρα, με τη προϋπόθεση ότι η παγκόσμια οικονομία θα διατηρήσει τον θετικό ρυθμό μεγέθυνσης.

Σύμφωνα με την Alpha Bank, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών δεν προβλέπεται να παρουσιάσει σημαντική άνοδο τα επόμενα χρόνια, τη στιγμή που η ΕΕ προβλέπει ότι η ανεργία στην Ελλάδα θα παραμείνει σε διψήφια ποσοστά έως το 2030. Παράλληλα, το ύψος της φορολογίας στα ακίνητα φαίνεται ότι αποκτά μόνιμο χαρακτήρα. Στο δια ταύτα, οι αρνητικοί παράγοντες θα παραμείνουν σε ισχύ και τα επόμενα χρόνια, δυσχεραίνοντας την ανάκαμψη της ζήτησης, ανεξάρτητα από το πόσο χαμηλές είναι οι τιμές.