Σημαντική αύξηση των αφίξεων μεταναστών στην Ελλάδα στο 9μηνο

Σημαντική αύξηση σημείωσαν οι αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα τους πρώτους εννιά μήνες του 2019, όπως καταγράφει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην έκθεσή της με τίτλο «Ταξίδια απελπισίας», που δημοσιεύεται σήμερα. Οι αφίξεις από ξηρά και θάλασσα ανήλθαν σε 46.100, όντας αυξημένες κατά 24% σε σχέση με το 2018, ενώ οι αφίξεις μόνο διά θαλάσσης αυξήθηκαν κατά 54%.

Από τον Ιανουάριο ως τον Σεπτέμβριο 2019 έφτασαν στην Ελλάδα 46.100 άτομα από ξηρά και θάλασσα και 36.141 μόνο δια θαλάσσης. Το ίδιο διάστημα του 2018 οι αφίξεις ήταν 37.300 και από ξηρά και από θάλασσα και 23.419 μόνο από τη θάλασσα. Οι αφίξεις στην Ελλάδα κορυφώθηκαν τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2019: τον Αύγουστο έφτασαν περισσότερα από 9.300 άτομα και τον Σεπτέμβριο 12.500 άτομα, κυρίως από το Αφγανιστάν και τη Συρία.

Αντίθετα, οι αφίξεις στα χερσαία σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας μειώθηκαν κατά 30% σε σχέση με πέρυσι, μείωση που σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία «φαίνεται να οφείλεται στην αύξηση των προληπτικών μέτρων και στις δύο πλευρές των συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των άτυπων αναγκαστικών επιστροφών (push-backs) από την Ελλάδα». Ο διεθνής οργανισμός έχει εκφράσει «επανειλημμένως στις ελληνικές αρχές τις ανησυχίες του σχετικά με τους ισχυρισμούς για άτυπες αναγκαστικές επιστροφές, συμπεριλαμβανομένων αρκετών περιστατικών πιθανής επαναπροώθησης, με αναφορές για επιστροφή ατόμων που ζητούσαν διεθνή προστασία».

Οι περισσότεροι άνθρωποι που φτάνουν παράτυπα στην Ελλάδα προσπαθούν να ξεφύγουν από συρράξεις, διώξεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, όσοι φτάνουν μέσω θαλάσσης προέρχονται κυρίως από το Αφγανιστάν και τη Συρία, καθώς και από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Ιράκ και την Παλαιστίνη.

Οι νέες αφίξεις προσφύγων και μεταναστών έχουν δημιουργήσει περαιτέρω πιέσεις στα ήδη υπερπλήρη κέντρα υποδοχής των ελληνικών νησιών, ιδίως στη Σάμο και τη Λέσβο, σημειώνει ο διεθνής οργανισμός. Ως τις 30 Σεπτεμβρίου, βρίσκονταν στα νησιά σχεδόν 30.700 πρόσφυγες και μετανάστες, από τους οποίους οι 25.900 στα πέντε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης (ΚΥΤ), αριθμός σχεδόν πενταπλάσιος της μέγιστης χωρητικότητάς τους (5.400). Η πρόσβαση σε ιατρική και ψυχοκοινωνική στήριξη στα ΚΥΤ είναι πολύ περιορισμένη λόγω του πολύ μικρού αριθμού επαγγελματιών υγείας και κοινωνικών λειτουργών που παρέχει το κράτος. Στο ΚΥΤ της Μόριας ως τον Σεπτέμβριο του 2019 υπήρχαν μόνο δύο κρατικοί γιατροί διαθέσιμοι για την εξυπηρέτηση των 12.000 ατόμων. Την ίδια ώρα οι χώροι φιλοξενίας της ηπειρωτικής Ελλάδας έχουν αγγίξει τα όρια της χωρητικότητάς τους, «αφήνοντας αποκλεισμένους στα νησιά χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι αναμένουν επί μήνες τη μεταφορά τους».