Βαριά η ατμόσφαιρα στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, όπου οι φωτογραφίες των θυμάτων στα έδρανα της αίθουσας τελετών του Εφετείου αλλά και το βίντεο με τη φωνή του παιδιού της να ζητά δικαιοσύνη, που παρουσίασε η μητέρα του στο βήμα του μάρτυρα, φόρτισαν συναισθηματικά ακόμη περισσότερο το κλίμα.
Η Κάλλι Αναγνώστου, η οποία έζησε τον εφιάλτη μαζί με τον 5,5 ετών -τότε- γιο της, με αποτέλεσμα να υποστούν και οι δύο εκτεταμένα εγκαύματα που ακόμη τους βασανίζουν, περιέγραψε όσα έγιναν εκείνες τις δραματικές ώρες, ξεσπώντας σε λυγμούς. «Δεν μπορώ εγώ να φτιάξω αυτά, ό,τι έχουν χαλάσει στο παιδί μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο γι’ αυτό. Το μόνο που μπορώ είναι σας ζητήσω, όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μη περάσει έτσι. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που τα έζησε όλα. Θέλω να δικαιωθεί αυτό. Να βγει αυτή η αλήθεια. Να μην ξανασυμβεί. Θέλω να μου επιτρέψετε να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα. Δεν μπορεί να έρθει ο ίδιος», είπε και πρόβαλε ένα βίντεο με τη φωνούλα του γιου της να ζητάει δικαιοσύνη.
Η μάρτυρας, που μαζί με τον γιο της σώθηκαν από θαύμα, αναφέρθηκε σε όσα βίωσαν. «Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν γεγονότα στην περιοχή. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας. Κάποια στιγμή, κατά τις έξι παρά, κατέβηκα κάτω. Έριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό, αστυνομία, τίποτα. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα, ήταν ο πεθερός μου και εκείνος ανήσυχος. Καναμε βόλτα γύρω από το σπίτι. Μονο μαυρίλα. Καποια στιγμή στη βεράντα έβλεπα πράγματα να πετάνε. Κάηκε το χέρι μου που έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι στάχτης. Το μόνο που άκουσα ήταν ο δήμαρχος Ραφήνας ότι η φωτιά πάει στον Διόνυσο και οι κάτοικοι να μη βγουν… Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούν είτε βουϊζουν. Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε το παιδί και τότε κόπηκε το ρεύμα. Από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Έριξα μια ματιά έξω και είδα το μαύρο σύννεφο είχε φτάσει σε εμάς. Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. Καιγόμαστε. Κλάματα. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό. Είναι ταινία. Είναι όνειρο. Είναι εφιάλτης. Ήταν ο δικός μου εφιάλτης. Φώναξα στο παιδί μου “Κωνσταντίνε φεύγουμε τώρα”. Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Να μη ζήσει το παιδί μου αυτό που έζησε. Αρχίζει να ουρλιάζει “μαμά μου θα κάνουμε; Μαμά μου θα πεθάνουμε;” Και εγώ να του λέω “ντύσου, θα φύγουμε. Δεν έχουμε επιλογή”. Τις φλόγες τις βλέπαμε στα δέντρα γύρω μας. Έξι και τέταρτο. Το ρολόι που φορούσα είχε μέταλλο και μου έκαψε το δέρμα. Με πάγωσε περισσότερο η θέα από τις φλόγες που έρχονταν πάνω μου», σημείωσε.
Η κατάθεσή της αποτυπώνει τη φρίκη: «Μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατί δεν ήταν εκεί. Εμείς είμαστε εκεί και το ζήσαμε. Ξαφνικά το παιδί φωνάζει “μαμά”. Και πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει. “Μαμά καίγομαι”. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχε βάλει τη μπλούζα του. Καίγεται το δέρμα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φωνάζω συνέχεια. “Μην κοιτάς τίποτα, μόνο τρέξε”. Βρισκόμαστε ανάμεσα στον δρόμο… Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει “μαμά βοήθα με, μαμά σώσε με”. Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό θα είμαστε οι πρώτοι που θα εύρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμαστε. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου, ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά».
Η κ. Αναγνώστου εξιστόρησε την προσπάθειά της να φτάσουν με τον γιο της σε ασφαλές σημείο: «Κάποια στιγμή όπως τρέχαμε είδαμε προβολείς. Ήταν ο γιος ενός γείτονα και θεώρησε ότι ήταν πυροσβέστες, αλλά είδε και μια μικρή σκιά. Εγώ πέθαινα ήδη… Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ένοιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατεβάζει κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Με παίρνει ο πεθερός μου να με ανεβάσει σε ένα τραπέζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο. Είχαν φύγει όλοι σαν τρελοί. Καιγόμαστε σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Βρήκε ένα μπουκάλι και μου έδωσε λίγες σταγόνες. Εκείνη την ώρα λιποθύμησα και άλλες φορές μετά. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς ήταν μια τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του και αυτό τον βοήθησε. Αν δεν ήταν εκείνη, το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητά βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στην ουσία… Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν».
Ο μεγάλος φόβος της μάρτυρος ήταν ένας. Να μην τη δει ο μικρός γιος της να πεθαίνει μπροστά του: «Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγός μου, που ήταν έξω, προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε καιγόμαστε. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω. Τι να του πω; Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν τον προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε “θέλω τη μαμά μου”. Προσπάθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Ρώτησα έναν κύριο πού είναι το παιδί μου. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω γιατί φοβόταν. Εμείς δεν φοβόμαστε, δεν καιγόμαστε και δεν πνιγόμαστε».
Η Κάλλι Αναγνώστου μίλησε και για τους άλλους καμένους ανθρώπους που είδε: «Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Αυτός ο άνθρωπος δεν φοβήθηκε. Κάθισα σε κάτι σκαλάκια και είπα να κάτσω εκεί να περάσω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω. Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Είδα μια κυρία καμένη. Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα “έχει πεθάνει ή ζει;”. Με όλα αυτά, πλέον, δεν ζούσα. Μου μιλάνε και λένε δεν θα τη βγάλει… Περίμενα …το τίποτα. Προσευχόμουν να φτάσει το λάδι μου να αντέξει και να είμαι καλά».
Όπως εξήγησε δεν ερχόταν βοήθεια από κανέναν μέχρι που εμφανίστηκε ένα βαν ιδιώτη: «Μας βάζει μέσα για να μπορέσουμε να φύγουμε. Μπαίνουμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας λέει συνεχώς “κάντε υπομονή θα φτάσουμε. Θα μας πάνε τα παιδιά”. Ήταν δύο αστυνομικοί της ΔΙΑΣ που ήρθαν μόνοι τους γιατί άκουσαν ότι κάτω καίγονται και ήρθαν. Το άκουσαν. Από πού; Από τους ασύρματους που κάποιοι δεν άκουγαν. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς. Και αν δεν φτάναμε μόνοι μας θα είμαστε νεκροί. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στον διάδρομο και απέναντί μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που στιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγώ το ήξερα. Δεν ξέρω πώς άλλοι δεν το γνώριζαν».
Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει η μάρτυρας και τις στιγμές στο νοσοκομείο: «Μένω εκεί μέχρι αργά με μια κουβέρτα, γυμνή, και περιμένω να δω τι θα με κάνουν. Έχω τηλέφωνο στα χέρια μου και περιμένω να δω τι έχει γίνει με το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει, πώς είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον έχουν πάει στο Αγία Σοφία στα Επείγοντα να τον καθαρίσουν, να του περιποιηθούν τις πληγές. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Φοβάται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξερε μόνο εμάς. Δεν ήξερε κανέναν. Έπρεπε να αφήσει άλλους ξένους να τον περιποιηθούν, να τον ψαχουλέψουν, να του βάλουν σωληνάκια, να τον γδάρουν, όπως έγδαραν κι εμένα μετά. Ζητάει τη μαμά του και τον μπαμπά του και δεν είμαστε εκεί. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παιδί μου το έκανα. Με είχαν σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που είχαν λοιμώξεις, εγώ να είμαι ανοιχτή. Με μια κουβέρτα. Σαν να μην έφτανε ότι εισέπνευσα από τα τοξικά. Ό,τι υπήρχε κόλλησε πάνω μου. Με πήραν στο Γεννηματά. Μπαίνουν γιατροί, νοσοκόμοι μου λένε σφίξε με, βρίσε με, αλλά άσε να κάνουν τη δουλειά τους. Τότε κατάλαβα. Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μη μπορώ να το αντέξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περάσει το παιδί μου. Ο αδελφός μου απ’ έξω δεν άντεξε. Έφτασε στο προαύλιο. Μέχρι εκεί ακούστηκαν τα ουρλιαχτά. Δεν μου είχαν δώσει ένα παυσίπονο στο Σισμανόγλειο. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Νόμιζαν ότι θα μείνω εκεί από καρδιά, από τις απλές αυτές σωματικές βλάβες. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη μου, με έναν σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκροτομεία. Είχα άγχος για το παιδί. Δεν ήξερα τι γίνεται. Ντρεπόμουν που δεν έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα».
Δεν ήταν λίγες οι φορές που η μάρτυρας ξέσπασε: «Ακούω στην τηλεόραση “όλα τα κάναμε καλά και θα τα ξανακάναμε με τον ίδιο τρόπο”. Οι νεκροί κι εμείς είμαστε η απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά! Με τον ίδιο τρόπο θα τα ξαναέκαναν! Τους λέω “στείλτε με μέσα στη Βουλή να δουν πόσο καλά τα κάνανε!”. Ήμουν καμμένη σε όλο το σώμα. Το πρόσωπο παραμορφωμένο. Το μάτι έχει κλείσει, δεν ξέρω αν θα έχω όραση. Να νοιώθω τα πάντα να τεντώνουν, να μαζεύουν, να πετάνε οι φλέβες. Να τσούζω, να πονάω. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Δεν υπήρχε φλέβα να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Και να καίνε όλα. Όλα αυτό που είχα εισπνεύσει είχαν συγκεντρωθεί στα πνευμόνια μαζί με τη λοίμωξη. Άρχισα να κάνω αιμόπτυση, να βγάζω πήγματα μαύρα… Ήθελα να χαιρετίσω το παιδί μου. Με διασωλήνωσαν, εγώ ήθελα να ακούσω το παιδί μου. Δεν μπορεί τα τελευταία μου λόγια να είναι “τρέξε, φύγε”. Όσο είμαι εκεί, το παιδί μου στο Αγία Σοφία. Είναι καμένη όλη η πλάτη του, τα χεράκια του, τα ποδαράκια του. Έχει γίνει αγρίμι. Το μωρό. Ένα παιδί κοινωνικό και γλυκό. Ρωτούσε “γιατί δεν έρχεται η μαμά μου; Γιατί δε μου μιλάει;”. Του είπαν ότι η μαμά κοιμάται. Πέρασαν έτσι τρεις εβδομάδες».
Φανερά οργισμένη, κ. Αναγνώσοτυ ανέφερε πως όταν ξύπνησε άκουσε στην τηλεόραση ότι για όσα έγιναν στο Μάτι έφταιγαν οι κάτοικοι. «Το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν συνήλθα ήταν να ακούω ποιοι “έφυγαν” και για εμάς που μείναμε. Η μόνη σειρήνα που άκουσα εγώ ήταν από το Θριάσειο στο Γεννήματα. Αν είχα ακούσει κάτι ίσως να μην είχε γίνει τίποτα απ’ όλα αυτά», υποστήριξε και συμπλήρωσε: «Οι σωματικές βλάβες που αναφέρουν θα μας κυνηγούν μια ζωή. Θα πρέπει να προσέχουμε, να κάνουμε χειρουργεία, δεν θα έχουμε φυσιολογική ζωή».
Η μάρτυρας, κλαίγοντας, μίλησε και για τις βλάβες που έχει υποστεί ο γιος της: «Ένα παιδί 5,5 ετών, που έχει μια ζωή που μόνο παιδική δεν είναι. Δεν μπορεί να αθληθεί, να παίξει. Να ξυπνάει τα βράδια, να ουρλιάζει. Να το ζει ξανά και ξανά. Όπως κι εμείς. Ό,τι ζήσαμε εκεί και στα νοσοκομεία. Το παιδί μου δεν θα έχει ζωή όπως τα αλλά παιδιά. Ξυπνάει και λέει “χεράκια μου, ποδαράκια μου δεν θα είστε ξανά τα ίδια”. Θέλει να μάθει λεπτομέρειες. Πού είναι τα αλλά παιδάκια που χάθηκαν».
«Ήρθαμε διακοπές στην Ελλάδα – Πήρα σε μαύρους σάκους την οικογένεια μου»
«Αυτή η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ». Τα λόγια τού μάρτυρα στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, συγκλονίζουν. Είχε έρθει με την οικογένειά του από την Πολωνία για διακοπές στην Ελλάδα. Τελικά πήρε μέσα σε «μαύρους σάκους» τόσο τη γυναίκα του όσο και το παιδί του…. «Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν 4 μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγος μου. … Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω», είπε, απευθυνόμενος στους δικαστές ο Κορζενιόφσκι Ζαροσλάφτς ο οποίος κατέθεσε στο δικαστήριο.
Ο μάρτυρας έχασε τη γυναίκα και τον γιο του όταν αναποδογύρισε η βάρκα στην οποία είχαν μπει για να σωθούν, ανέφερε: «Ήρθαμε να περάσουμε με ασφάλεια όμορφες διακοπές στην Ελλάδα. Όλα ήταν καλά μέχρι τις 23 Ιουλίου. Είδαμε πυκνούς καπνούς και δυνατό αέρα. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου μάς καθησύχασαν ότι δεν είναι μεγάλη η φωτιά. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Από μακριά είδα φωτιά και μαύρους καπνούς κοντά στο ξενοδοχείο και διαμαρτυρήθηκα στη ρεσεψιόν. Τότε οι υπάλληλοι μας είπαν να φύγουμε. Αμέσως πήγαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε παπούτσια και πράγματα. Κατέβηκα και μου είπαν ότι τους έδιωξαν όλους προς Ραφήνα».
Ο μάρτυρας περιέγραψε όσα έγιναν από εκείνη τη στιγμή: Άρχισα να τρέχω και να ψάχνω τη γυναίκα μου και το παιδί. Η κατάσταση ήταν τρομερή. Είδα σε μια βάρκα τη γυναίκα και το παιδί. Νόμιζα ήταν οργανωμένη διάσωση. Η σύζυγος μου φώναζε να πάω και εγώ πάνω στη βάρκα. Ήταν πολλά άτομα φοβόμουν να μπω και εγώ. Τους είπα πηγαίνετε εσείς και εγώ θα τα καταφέρω. Ήμουν σίγουρος πως θα σωθεί…. Μου τηλεφώνησε ο αδερφός μου από Πολωνία ότι η σύζυγος μου του είπε ότι ήταν στη βάρκα με το παιδί και ρωτούσε για μένα. Είπα στον αδερφό μου να της πει να σωθούν και να μην σκέφτεται εμένα. Μου είπε ότι ξαναμίλησε και του είπε ότι δεν είχε άλλη μπαταρία. Δυστυχώς και οι δύο δεν τα κατάφεραν γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν.
«Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!», τόνισε, καταθέτοντας λίγο νωρίτερα ο Παναγιώτης Ντάγκαλος ο οποίος έχασε τη σύζυγο του εκείνη την ημέρα, ενώ κατάφερε να επιβιώσει ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του. «Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μάς έκαψε στις 18:40, δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου σηκωθήκαμε! Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δεν βρέθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή», υποστήριξε ο μάρτυρας.
Με λυγμούς κατέθεσε ο κ. Ντάγκαλος περιέγραψε τις εικόνες που αντίκρισε: «Δεν θα ξεχάσω τον άνθρωπο που έβλεπα στο δίπλα αμάξι από μένα και όταν έφευγα ήταν ακόμα στο αμάξι του. Η Πολιτεία, ασχέτως καιρικών συνθηκών, δεν δέχομαι ότι δεν είχε επαρκή χρόνο και γνώσεις για να μας αποτρέψουν από αυτή την καταστροφή. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και νευριασμένος με αυτό που έγινε. Δεν είναι αμέλεια. Δεν πήραν απόφαση στη στιγμή. Είχαν ώρες να αποφασίσουν. Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, άλλοι πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Πού ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δεν μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών».
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειές του να βρει τη γυναίκα του. «Είχε βραδιάσει και αποφασίσω να την ψάξω. Αφήνω το παιδί μου με τη μητέρα του συναδέλφου μου. Ανέβηκα στη στεριά και δεν την έβρισκα πουθενά στην παραλία. Στη θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από ανθρώπους. Δεν υπήρχε το Λιμενικό, δεν υπήρχα κάποιος να μας σώσει. Μόνο κάποια στιγμή είδα βαρκούλες που προσπαθούσαν να επιβιβάσουν κάποιους ανθρώπους. Είχαν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα και αποφασίζω να την ψάξω από το ίδιο μονοπάτι. Βρέθηκα στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Αμάξια παντού. Άλλα να καίγονται, άλλα όχι. Δέντρα να έχουν αρπάξει φωτιά. Πήγα προς το αυτοκίνητο μας. Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή…».