Νέα stress test για τις Ελληνικές τράπεζες ζητά το ΔΝΤ

Νέα stress test στις τράπεζες, αλλά και να μην ανατραπούν μετά το τέλος του προγράμματος οι περιορισμοί στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ζήτησε το ΔΝΤ το οποίο ενέκρινε το βράδυ της Πέμπτης 20 Ιουλίου 2017 τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Επίσης, επιμένει ότι το χρέος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και καλεί τους Ευρωπαίους πιστωτές να συμφωνήσουν σε μέτρα ελάφρυνσης που θα βασίζονται σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τον ρυθμό ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα.

«Η τραπεζική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες» τονίζει σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκπρόσωπος της ΕΚΤ.

Αναλυτικά,

Το νέο πρόγραμμα μεταξύ Ελλάδος και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) έδωσε στη δημοσιότητα το Ταμείο μετά την κατ΄αρχήν έγκριση από το διοικητικό του συμβούλιο της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής ύψους έως και 1,6 δισ. ευρώ.

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδος μέχρι το τέλος του προγράμματος θα χρειαστούν συνολικά 11 δισ. ευρώ.

Το νέο πρόγραμμα έχει εγκριθεί καταρχήν, πράγμα που σημαίνει ότι θα τεθεί σε ισχύ μόνο αφού το Ταμείο λάβει συγκεκριμένες και αξιόπιστες διαβεβαιώσεις από τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας για να εξασφαλίσει τη διατηρησιμότητα του χρέους και υπό τον όρο ότι η Ελλάδα ακολουθεί πιστά το οικονομικό πρόγραμμα.

Η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος θα πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο του 2018.

Στην Έκθεση Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους, το ΔΝΤ επιμένει ότι το χρέος της Ελλάδος παραμένει μη βιώσιμο, καθώς θα υποχωρήσει στο 150% του ΑΕΠ από 181% που έκλεισε πέρυσι και οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτησή του στο 17% του ΑΕΠ ως το 2030, ωστόσο στη συνέχεια θα λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις.

Για το λόγο αυτό το ΔΝΤ καλεί τους Ευρωπαίους εταίρους να προχωρήσουν σε πρόσθετες διευθετήσεις (επέκταση περιόδου χάριτος των δανείων, αναβολή καταβολής τόκων), κυρίως αν συνυπολογιστεί ότι ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα υποχωρήσει στο 1%.

Επιπροσθέτως, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι στο πρόγραμμα θα πρέπει να παραμείνει ένα αποθεματικό της τάξεως των 10 δισ. ευρώ προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από τις τράπεζες για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά το οξύ πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Ζητεί μάλιστα να διενεργηθεί νέος κύκλος τεστ αντοχής στις ελληνικές τράπεζες (stress tests) πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM.

Δηλώσεις Κρ. Λαγκάρντ

Μετά τη συζήτηση της Εκτελεστικής Επιτροπής, η γενική διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ εξέφρασε την ικανοποίησή της, τονίζοντας ότι το νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να επιστρέψουν στη χρηματοδότηση από τις αγορές σε βιώσιμη βάση.

“Τα πρόσφατα νομοθετημένα μέτρα για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης εισοδήματος και για τη μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών δαπανών έχουν αποφασιστική σημασία για την επανεξισορρόπηση του προϋπολογισμού προς πολιτικές φιλικές προς την ανάπτυξη.

Μεσοπρόθεσμα, θα συμβάλουν στην επίτευξη ενός φιλόδοξου πρωτογενούς πλεονάσματος, ύψους 3,5% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, ο στόχος αυτός θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα πιο βιώσιμο επίπεδο του 1,5% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατό, να δημιουργηθεί χώρος για δημοσιονομικούς περιορισμούς για καλύτερη στόχευση της κοινωνικής βοήθειας, τόνωση των δημόσιων επενδύσεων και μείωση των φορολογικών συντελεστών για τη στήριξη της ανάπτυξης.

Η προστασία των ευάλωτων ομάδων, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική ευρωστία, είναι καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση της βιωσιμότητας και της δίκαιης προσπάθειας προσαρμογής της Ελλάδας”, αναφέρει.

Παράλληλα, ΔΝΤ ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να λάβουν τα κατάλληλα πρόσθετα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες κεφαλαιοποιούνται επαρκώς πριν από το τέλος του προγράμματος.

Η ίδια εκτιμά ότι παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στο διαρθρωτικό μέτωπο, η πρωταρχική πρόκληση της Ελλάδας παραμένει η ελευθέρωση των περιορισμών που υποβαθμίζουν το επενδυτικό κλίμα της.

Συνεπώς, οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους για την αναστροφή των μεταρρυθμίσεων στις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του προγράμματος και να επικεντρωθούν στην αύξηση των προσπαθειών για άνοιγμα αγορών προϊόντων και υπηρεσιών που εξακολουθούν να προστατεύονται, ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

Αναφορικά με τις οικονομικές εξελίξεις, το ΔΝΤ είπε ότι το ΑΕΠ ανέκαμψε ελαφρώς το πρώτο τρίμηνο του 2017, λόγω της ανθεκτικής κατανάλωσης και της συσσώρευσης αποθεμάτων. Η αγορά εργασίας ανέκαμψε σταδιακά, αν και οφείλεται κυρίως στην αύξηση της μερικής απασχόλησης. Η φτώχεια και η ανισότητα παραμένουν μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη.

Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα ήταν πλεονασματικό τα τελευταία δύο χρόνια, υποστηριζόμενο από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση. Ωστόσο, φέτος το σωρευτικό πρωτογενές ισοζύγιο που επιτεύχθηκε μέχρι τον Μάιο του 2017 είναι χαμηλότερο από ό,τι πριν από ένα χρόνο, λόγω των χαμηλότερων φορολογικών εσόδων και των μεταφορών που σχετίζονται με επενδύσεις από την ΕΕ.

Το οικονομικό πρόγραμμα

Στο σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής το ΔΝΤ επιμένει στη δέσμη μεταρρυθμίσεων στον τομέα του φόρου εισοδήματος και των συνταξιοδοτικών συστημάτων – που αποσκοπούν στη “μείωση των εξαιρετικά γενναιόδωρων φορολογικών απαλλαγών για τις μεσαίες τάξεις και των συνταξιοδοτικών δαπανών”, οι οποίες κρίνει ότι είναι υπερβολικά υψηλές – και θα πρέπει εφαρμοστεί μόλις μειωθεί το κενό παραγωγής.

Επιπροσθέτως όπως αναφέρει, τα μέτρα αυτά συμβάλλουν στη στήριξη του φιλόδοξου μεσοπρόθεσμου στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους Ευρωπαίους εταίρους για την περίοδο 2019-22.

Μετά το 2022, ο στόχος για πλεόνασμα αναμένεται να μειωθεί – το επίπεδο παραμένει να συμφωνηθεί στο πλαίσιο των συζητήσεων για το χρέος – και ο προκύπτων δημοσιονομικός χώρος να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση του κοινωνικού ασφαλούς δικτύου της Ελλάδας, για την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων.

Μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα: Η στρατηγική του χρηματοπιστωτικού τομέα επικεντρώνεται στενά στη δημιουργία των συνθηκών αντιμετώπισης των υψηλών μη εξυπηρετούμενων δανείων με την ενίσχυση και την εφαρμογή του νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση του χρέους. Οι αρχές δεσμεύονται να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) γρήγορα αλλά με σύνεση, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: Εκτός από τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος, το ΔΝΤ υποστηρίζει τη μεταρρύθμιση του πλαισίου ομαδικών απολύσεων και τα βήματα υλοποίησης των τρεχουσών μεταρρυθμίσεων που προωθούν τον ανταγωνισμό και απελευθερώνουν τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, μετά την πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προαναφέρθηκαν, η παραγωγή αναμένεται να ανακάμψει έντονα μεσοπρόθεσμα. Προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,1% φέτος και 2,6% το επόμενο έτος.

Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να συγκλίνει στο δυνητικό σταθερό ποσοστό του 1%, λόγω των συνεπειών των συνεχιζόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της δημογραφικής γήρανσης.

Η ΕΚΤ για τη δήλωση Λαγκάρντ περί νέων στρες τεστ στις ελληνικές τράπεζες

«Η τραπεζική εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες. Είναι γνωστές και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των διάφορων ελληνικών τραπεζών» τονίζει σε δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εκπρόσωπος της ΕΚΤ.

Ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ κλήθηκε από το ΑΠΕ ΜΠΕ να σχολιάσει τη δήλωση της διευθύντριας του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ότι «οι εποπτικές αρχές πρέπει να κάνουν επιπλέον ενέργειες, περιλαμβανομένων επικαιροποιημένων asset quality review και stress test, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν από το τέλος του προγράμματος».

Η δήλωση του εκπροσώπου της ΕΚΤ, έχει ως εξής: 

«Η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ έχει αποφασίσει για τις εποπτικές προτεραιότητές της, σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες για τους επόμενους 12 μήνες. Είναι γνωστές και περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, επιτόπιους ελέγχους σε συγκεκριμένους τομείς των διαφόρων ελληνικών τραπεζών. Εάν/όταν γίνει αίτημα για την προσθήκη επιπρόσθετων δραστηριοτήτων, σε αυτό το εποπτικό της πρόγραμμα, η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά».