Συνεχίζεται η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά με αποτέλεσμα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου να επιστρέψει στα επίπεδα του 2006. Πριν από λίγο το 10ετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσιου διαπραγματευόταν με απόδοση 4,065%. Πολύ κοντά δηλαδή στο επίπεδο του 4,015% στο οποίο είχε υποχωρήσει η απόδοση του ομολόγου τον Μάρτιο του 2016. Η εξέλιξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα το περιθώριο (η διαφορά απόδοσης) από το αντίστοιχο γερμανικό ομόλογο να υποχωρήσει κάτω από το 4% και συγκεκριμένα στο 3,765%. Ιστορικά, κάτω από το 4% το περιθώριο των ελληνικών ομολόγων είχε “βρεθεί” τον Ιούλιο του 2006.

Η θετική πορεία των ομολόγων σε αντίθεση με αυτή του Χρηματιστηρίου επισημαίνεται σε σχετικό ρεπορτάζ των Fianancial Times. Στο δημοσιεύμα αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι σε αντίθεση με το Χρηματιστήριο το οποίο από την αρχή του έτους έχει υποχωρήσει κατά περίπου 16% με αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης να έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2015, οι αποδόσεις των ομολόγων στο ίδιο διάστημα, έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 3% (σ.σ στις αρχές του 2017 η απόδοση του 10ετούς ομολόγου κυμάινονταν στο 7%.).

Στη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, απέδοσε την επιστροφή των ελληνικών ομολόγων στα επίπεδα του 2009, o υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου. σε σύντομη συνέντευξή του στο Bloomberg. Ο ίδιος είχε επισημάνει ότι οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τη Fitch, τη Standard & Poor’s και τη Moody’s, είχαν ως αποτέλεσμα να στηριχθούν τα ελληνικά ομόλογα, συμβάλλοντας παράλληλα στην επιτυχημένη ολοκλήρωση ανταλλαγής ομολόγων ύψους 25,5 δισ. ευρώ.

Τα ελληνικά ομόλογα μπορούν να επιστρέψουν σε επενδυτική βαθμίδα έως το 2020

Οι πρόσφατες πολύ θετικές εξελίξεις στην αγορά κρατικών ομολόγων που σηματοδότησε η πετυχημένη ανταλλαγή των 20 «παλαιών» ομολόγων με τα 5 «νέα» ομόλογα αλλά και η ταυτόχρονη πτώση των αποδόσεων των νέων ομολόγων σε συνδυασμό με την αύξηση του όγκου συναλλαγών, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταχύτητας με την οποία μπορεί να μεταβληθεί ο τρόπος και η στάση των διεθνών επενδυτών σε σχέση με τις επενδύσεις σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με εκτιμήσεις ανάλυσης της Τραπεζας Πειραιώς με τίτλο «Ελληνικά Ομόλογα: Δυνατότητα επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα έως το 2020», που υπογράφει ο Ηλίας Λεκκός, Επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης κ Επενδυτικής Στρατηγικής, στην Τράπεζα Πειραιώς.

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, παρά τις θετικές εξελίξεις οι οποίες καταγράφονται την τρέχουσα περίοδο, θα απαιτηθεί περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων αυτών έτσι ώστε ο αυξημένος δανεισμός από τις αγορές να μην οδηγήσει σε εκ νέου αύξηση του συνολικού κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου.

Βασική τροχοπέδη σε μια νέα υποχώρηση των αποδόσεων αποτελεί η χαμηλή βαθμίδα κατάταξης του ελληνικού αξιόχρεου από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Οπως εκτιμά η μελέτη προκειμένου να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε και να προβλέψουμε τις επόμενες κινήσεις των οίκων αξιολόγησης αναφορικά με το ελληνικό χρέος είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τους παράγοντες που θα καθορίσουν τις αποφάσεις των οίκων αυτών.

Από μια αναλυτική εξέταση της μεθοδολογίας της Moody’s προκύπτει ότι ο τρόπος με τον οποίο καθορίζεται η πιστοληπτική διαβάθμιση αποτελεί μια πολύπλοκη διαδικασία δύο σταδίων.

Το πρώτο και βασικό επίπεδο περιλαμβάνει την ανάλυση θεμελιωδών παραγόντων μιας χώρας ξεκινώντας από την οικονομική δραστηριότητα, τη δημοσιονομική πειθαρχία, την ανθεκτικότητα των θεσμικών της δομών και την σταθερότητά της κάτω από σύνηθες επίπεδα κινδύνου.

Η τελική απόφαση ωστόσο προέρχεται από το δεύτερο επίπεδο στο οποίο λαμβάνονται υπόψη μια πλειάδα «ποιοτικών» παραγόντων και χαρακτηριστικών, οι οποίοι πολλές φορές δεν είναι άμεσα και αντικειμενικά μετρήσιμοι.

Δεδομένων των δυσκολιών στάθμισης των «ποιοτικών» στοιχείων της διαδικασίας αξιολόγησης – αναφέρει η μελέτη – έχουμε προχωρήσει στην εκτίμηση ενός Global Sovereign Rating Model, το οποίο ουσιαστικά επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα του ποια θα είναι η θεωρητικά «δίκαιη» βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατικών ομολόγων μιας χώρας βασιζόμενοι μόνο στα θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας και συγκριτικά πάντα με την αξιολόγηση των ομολόγων ενός ευρύτερου δείγματος οικονομιών.

Τα αποτελέσματα του μοντέλου αυτού είναι ότι σε σχέση με ένα δείγμα 124 χωρών που αξιολογούμε σε βάθος 12 ετών, κατά την παρούσα συγκυρία τα ελληνικά ομόλογα θα έπρεπε να καταταχθούν μεταξύ της βαθμίδας ¨Β¨ με πιθανότητα 37% και της βαθμίδας ¨Βa¨ με πιθανότητα 40%, έναντι υφιστάμενης αξιολόγησης ¨Caa¨ από τον οίκο Moody’s. Είναι ενδεικτικός λοιπόν ο βαθμός στον οποίο αντικατοπτρίζονται η βαρύτητα της οικονομικής αβεβαιότητας από τα οικονομικά προγράμματα προσαρμογής και τους κεφαλαιακούς περιορισμούς στην επιφυλακτική αξιολόγηση του οίκου για την Ελλάδα.

Τέλος προχωρώντας την ανάλυση ένα βήμα πιο πέρα διαπιστώνουμε ότι κάτω από ένα συντηρητικό – αλλά θετικό- μακροοικονομικό σενάριο, η «θεωρητική» βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης θα συνεχίσει να βελτιώνεται τα επόμενα έτη προσεγγίζοντας το 2020 το επίπεδο του ¨Βaa¨, επίπεδο που σηματοδοτεί το όριο μεταξύ ομολόγων επενδυτικής ή μη διαβάθμισης.