Deutsche Bank και Commerzbank ξεκινούν συνομιλίες για συγχώνευση

Οι γερμανικές τράπεζες Deutsche Bank AG και Commerzbank AG είναι έτοιμες να ανακοινώσουν επίσημα την έναρξη διερευνητικών συνομιλιών για τη συγχώνευση, αφού η γερμανική κυβέρνηση σημείωσε ότι θα επιτρέψει περικοπές θέσεων εργασίας και κόστους. Η σχετική ανακοίνωση έγινε την Κυριακή 17 Μαρτίου, έπειτα από παράλληλες συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων των δύο ιδρυμάτων στην Φρανκφούρτη.

Τελευταία ενημέρωση: Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019, 00:50

Σύμφωνα με παλαιότερα δημοσιεύματα στο Βερολίνο, η κυβέρνηση θέλει να έχει ολοκληρωθεί η συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων της Γερμανίας πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Όλαφ Σολτς δήλωσε τον Φεβρουάριο ότι συζητά με τις διοικήσεις των δύο ιδρυμάτων όσον αφορά το μέλλον τους, ενώ τότε χαρακτήρισε τις πληροφορίες περί σχεδίων συγχώνευσης της Ντόιτσε Μπανκ και της Κόμερτσμπανκ «σεναριολογία».

Αναλυτικά,

Διαπραγματεύσεις με σκοπό την συγχώνευσή τους ξεκινούν επισήμως, έπειτα από μήνες σχετικής φημολογίας, οι δύο μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες της Γερμανίας, η Deutsche Bank και η Commerzbank.

Το αποτέλεσμα των διερευνητικών συνομιλιών θεωρείται ανοιχτό, ενώ η Deutsche Bank στην ανακοίνωσή της κάνει λόγο για συνομιλίες «προκειμένου να εξεταστούν όλες οι στρατηγικές επιλογές και να αξιολογηθεί κατά πόσο μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την κερδοφορία της τράπεζας», η Commerzbank αναφέρεται σε «διαπραγματεύσεις ανοιχτού αποτελέσματος για μια ενδεχόμενη συγχώνευση». Επιπλέον, σε επιστολή της προς τους εργαζόμενους, η DB επισημαίνει ότι θα επιδιωχθούν λογικές επιλογές προκειμένου να αξιοποιηθεί η πρόοδος που σημειώθηκε το 2018, διευκρινίζοντας ότι σε αυτό το σημείο δεν είναι σαφές εάν τελικά θα υπάρξει συναλλαγή, καθώς η εμπειρία δείχνει ότι μπορεί να υπάρξουν πολλοί οικονομικοί και τεχνικοί λόγοι οι οποίοι να εμποδίσουν ένα τέτοιο βήμα.

Μια ενδεχόμενη συγχώνευση πάντως θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές περικοπές κόστους, κυρίως με κλείσιμο πολλών υποκαταστημάτων, αλλά, όπως προειδοποιούν τα συνδικάτα, θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας.

Η γερμανική κυβέρνηση φέρεται να βλέπει θετικά την προοπτική συγχώνευσης, καθώς κατέχει ακόμη το 15,5% της Commerzbank, έπειτα από το «bail out» που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια και, σε περίπτωση συγχώνευσης, θα μπορούσε να κρατήσει το 5%, ενώ η Deutsche Bank έχει στο χρηματιστήριο διπλάσια αξία από τα 8,7 δισεκατομμύρια ευρώ της Commerzbank.

Τόσο ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς όσο και ο υφυπουργός του και πρώην στέλεχος της Goldman-Sachs Γιεργκ Κούκις έχουν δηλώσει κατ΄επανάληψη ότι «η Γερμανία χρειάζεται ισχυρές τράπεζες» και ότι η κυβέρνηση «είναι ανοιχτή σε όλες τις οικονομικά συνετές επιλογές». Μετά την ανακοίνωση της έναρξης διαπραγματεύσεων, από το υπουργείο Οικονομικών επισημάνθηκε μόνο ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε επικοινωνία και με τις δύο πλευρές. Μόνο κατά τον προηγούμενο χρόνο ο κ. Κούκις πάντως είχε περισσότερες από 20 συναντήσεις με αξιωματούχους της Deutsche Bank, ενώ στην περίπτωση της Commerzbank η κυβέρνηση έχει και δικαίωμα συμμετοχής στις συνομιλίες, καθώς είναι μέτοχος.

Ο αρμόδιος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) για τα θέματα οικονομίας Έκχαρτ Ρέμπεργκ προειδοποίησε πάντως τον κ. Σολτς για τον κίνδυνο πολιτικής ανάμιξης στην διαδικασία. «Ζητώ αυτοσυγκράτηση από τον κ. Σολτς. Μια συγχώνευση των δύο τραπεζών πρέπει να γίνει μόνο με λογικά οικονομικά κριτήρια και αυτό πρέπει να το αποφασίσουν οι ίδιες οι τράπεζες. Το κράτος δεν επιτρέπεται να αναμιχθεί. Ο φορολογούμενος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι συνυπεύθυνος και το μερίδιο του κράτους δεν μπορεί από μόνο του να νομιμοποιήσει καμία συγχώνευση», δήλωσε στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa). Σύμφωνα με δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων, το υπουργείο Οικονομικών έχει ασκήσει πίεση προς τις δύο τράπεζες να ξεκινήσουν σύντομα τις συνομιλίες – ιδανικά πριν από τις Ευρωεκλογές του Μαΐου. Η ανησυχία της κυβέρνησης αφορά το γεγονός ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν διαθέτει μια μεγάλη διεθνή τράπεζα, απέναντι κυρίως στον ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ.