PMI: Σε υψηλό 12μήνου ο μεταποιητικός τομέας τον Μάρτιο 2019

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής μεταποίησης ενισχύθηκε τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα της εταιρείας IHS Markit, με τον δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI που καταρτίζει η εταιρεία να καταγράφει υψηλό 12μήνου.

ΚYΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ

  • Ο δείκτης PMI υποδεικνύει έντονη βελτίωση της υγείας του μεταποιητικού τομέα
  • Η αύξηση της παραγωγής επιταχύνεται με έντονο ρυθμό
  • Η αύξηση της απασχόλησης καταγράφει υψηλό ρεκόρ στη διάρκεια της έρευνας

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας του δείκτη PMI, οι λειτουργικές συνθήκες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα βελτιώθηκαν έντονα τον Μάρτιο. Η παραγωγή αυξήθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2018, λόγω της εντονότερης ζήτησης των πελατών. Ακολούθως, οι νέες εργασίες αυξήθηκαν με έντονο ρυθμό και επιταχύνθηκε η αύξηση των νέων παραγγελιών εξαγωγών. Ο μεγαλύτερος όγκος νέων παραγγελιών οδήγησε σε ραγδαία άνοδο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ταχύτερη που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής των δεδομένων της έρευνας, στα μέσα του 1999. Οι κατασκευαστές έδειξαν επίσης μεγαλύτερη αισιοδοξία ως προς τη μελλοντική αύξηση της παραγωγής, εν μέσω των προσδοκιών για
περαιτέρω αύξηση των νέων παραγγελιών.

Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Ύπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) –ένας σύνθετος δείκτης που έχει σχεδιαστεί για να μετρά την απόδοση της μεταποιητικής οικονομίας–
έκλεισε στις 54.7 μονάδες τον Μάρτιο, τιμή υψηλότερη από τις 54.2 μονάδες του Φεβρουαρίου και υπέδειξε έντονη βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2019. Τα πρόσφατα δεδομένα επιμήκυναν την τρέχουσα
περίοδο συνεχούς αύξησης σε 22 μήνες, καθιστώντας την τη μακρύτερη περίοδο συνεχούς ανάπτυξης που έχει καταγραφεί μετά από την προηγούμενη που έληξε τον Οκτώβριο του 2001.

Βασικός παράγοντας που συνέβαλε στην υψηλότερη τιμή του κύριου δείκτη PMI ήταν η εντονότερη αύξηση της παραγωγής, η οποία επιταχύνθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους και ήταν, συνολικά, έντονη.
Ορισμένες εταιρείες του μεταποιητικού τομέα που εξετάσθηκαν, ανέφεραν ότι η περαιτέρω αύξηση της ζήτησης από πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού ήταν εκείνη που οδήγησε στην άνοδο της τιμής του δείκτη.

Οι νέες παραγγελίες που έλαβαν οι εταιρείες παραγωγής αγαθών εξακολούθησαν να αυξάνονται τον Μάρτιο. Παρότι ο ρυθμός αύξησης εξασθένησε ελαφρώς από τον Φεβρουάριο, παρέμεινε ωστόσο ισχυρός. Η ανάπτυξη συνδέθηκε με την αύξηση της
διαφήμισης και τη μεγαλύτερη ζήτηση των πελατών. Επιπλέον, οι νέες παραγγελίες εξαγωγών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό, ο οποίος ήταν υψηλότερος από την τάση που επικρατεί στην έρευνα, καθώς η ζήτηση από τους πελάτες του εξωτερικού αυξήθηκε για δέκατο όγδοο συνεχή μήνα.

Κατά συνέπεια, οι εταιρείες ανέφεραν μεγαλύτερη ανάγκη να αυξήσουν τον αριθμό εργαζομένων, με σκοπό να καλύψουν τους αυξημένους όγκους νέων παραγγελιών. Ο ρυθμός αύξησης θέσεων εργασίας επιταχύνθηκε και ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί
στην ιστορία της έρευνας. Η εντονότερη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης οδήγησε στη μείωση της πίεσης στο εργατικό δυναμικό, ενώ ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών υποχώρησε για δεύτερο συνεχή μήνα. Ο ρυθμός συρρίκνωσης του όγκου ανεκτέλεστων εργασιών ήταν μέτριος και βραδύτερος από τον μέσο όρο της έρευνας.

Οι κατασκευαστές ενισχύθηκαν από την βελτιωμένη ανάπτυξη του όγκου νέων εργασιών και εξέφρασαν υψηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης τον Μάρτιο. Επιπλέον, τα επίπεδα αισιοδοξίας κατέγραψαν υψηλό 11 μηνών. Ως προς τις τιμές, οι τιμές εισροών αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα τεσσάρων μηνών λόγω του υψηλότερου κόστους πρώτων υλών και της μικρής συγκομιδής. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις εμπόδισαν τη μετατόπιση της υψηλότερης επιβάρυνσης κόστους στους πελάτες, ενώ παρόλ’ αυτά, οι χρεώσεις εκροών αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Σεπτέμβριο του 2018.

Εν τω μεταξύ, οι αγορές εισροών αυξήθηκαν με εντονότερο ρυθμό λόγω των αυξημένων απαιτήσεων παραγωγής και των προσπαθειών αναπλήρωσης των αποθεμάτων πρώτων υλών. Ο ρυθμός αύξησης των αγορών ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιούνιο του 2000 και ήταν, συνολικά σημαντικός, παρά την ταχύτερη αύξηση των τιμών εισροών και τους βραδύτερους χρόνους παράδοσης προμηθειών.