Τι προβλέπει το σχέδιο της ΤτΕ για μείωση των κόκκινων δανείων

Μείωση των κόκκινων δανείων έως και κατά 47% προβλέπει το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιοποιήθηκε σήμερα.

Το Σχέδιο προβλέπει την ταυτόχρονη μεταφορά σε εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV) αναβαλλόμενου φόρου 7,5 δισ. ευρω, ο οποίος σήμερα συνυπολογίζεται στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, και κόκκινων δανείων ύψους 40 δισ. ευρώ.

Το σχέδιο για την μείωση των κόκκινων δανείων κατά περίπου 40 δισ. ευρώ που έχει επεξεργαστεί η Τράπεζα της Ελλάδος, περιλαμβάνεται στην Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που δημοσιεύτηκε σήμερα.

Μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει την εκχώρηση από τις τράπεζες του μισού κεφαλαίου τους, το οποίο έχει προέλθει από τον αναβαλλόμενο φόρο σε μια εταιρία ειδικού σκοπού (SPV). Στη συνέχεια η εταιρία αυτή, θα εκδώσει ομόλογα με τα οποία θα αγοράσει από τις 4 συστημικές τράπεζες μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ονομαστικής αξίας περίπου 40 δισ. ευρώ, μειώνοντας έτσι, περίπου, στο μισό το συνολικό απόθεμα των κόκκινων δανείων. Τα δάνεια αυτά θα πουληθούν σε τιμές αγοράς.

Οπως διευκρινίζεται από την ΤτΕ η πρόταση την οποία επιμελήθηκε το στέλεχος της Τράπεζας Σπ. Παντελιάς, παρέχει μία εναλλακτική προσέγγιση για τη συστημική αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά ως προς άλλες προτάσεις, ενώ δεν δεσμεύει, ούτε υποχρεώνει σε υιοθέτηση άλλες αρχές και φορείς που εμπλέκονται στο ζήτημα.

Πιο αναλυτικά, το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένο στους ισολογισμούς τους σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle). Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος).

Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης (securitization), όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity). H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή έκαστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο.

Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς. Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων (senior) και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης (mezzanine). Η δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεων ομολόγων (senior, mezzanine).

Παράλληλα, προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων (junior/equity), η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες. Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες (εταιρείες διαχείρισης για δάνεια και πιστώσεις) και αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ).

Σημειώνεται ότι, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης ΜΕΑ, με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.

Με την πρόταση εκτός από την μείωση των κόκκινων δανείων επιτυγχάνεται και ο περιορισμός της αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών στο 30% από 57% που είναι σήμερα.

Επισημαίνεται ότι η ταχεία επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» έχει αναγνωριστεί ως ύψιστης σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.